"Ονειρευόμουν αδιάκοπα όσο ήμουν σε κώμα. Εικόνες στροβιλίζονταν η μια μετά την άλλη, κι ανταγωνίζονταν ποια θα καταλάβει το κέντρο της αρένας του τσίρκου.
Ονειρεύτηκα μια γυναίκα που ζέσταινε νερό για το μπάνιο. Ονειρεύτηκα το αίμα από τη μήτρα της μάνας μου. Ονειρεύτηκα τα πλαδαρά χέρια τής ετοιμοθάνατης γιαγιάς μου να με σπρώχνουν προς τον καταγάλανο ουρανό. Ονειρεύτηκα βουδιστικούς ναούς δίπλα σε δροσερά ορμητικά ποτάμια. Ονειρεύτηκα το κοριτσάκι που η μάνα του το πούλησε για μεθαμφεταμίνη. Ονειρεύτηκα το παραμορφωμένο καμίνι του αυτοκινήτου μου. Ονειρεύτηκα ένα πολεμικό καράβι των Βίκινγκς. Ονειρεύτηκα το αμόνι ενός σιδερά. Ονειρεύτηκα τα χέρια ενός γλύπτη να σμιλεύουν με μανία την πέτρα. Ονειρεύτηκα φλεγόμενα βέλη να πετάγονται από τον ουρανό, ονειρεύτηκα πύρινη βροχή. Ονειρεύτηκα θραύσματα γυαλιού να εκτοξεύονται παντού. Ονειρεύτηκα έναν άγγελο σε παραλήρημα μέσα στο παγωμένο νερό.
Αλλά, πάνω απ όλα, ονειρεύτηκα τα δαιμόνια που περίμεναν να γεννηθούν."
Η αληθινή αγάπη, απροσπέλαστη σε έναν τρίτο παρατηρητή, φαντάζει πάντα στα αμέτοχα μάτια του τερατώδης, εξωπραγματική, όπως π.χ. τα τερατόμορφα δαιμόνια στις υδρορροές των καθεδρικών ναών. Αυτό το απολαυστικό μυθιστόρημα αποδεικνύει ότι ο δρόμος προς την αγάπη, αν αυτή είναι αληθινή, ισοδυναμεί με το άγριο μαρτύριο του σώματος που πυρπολείται ή που βυθίζεται στον πάγο - με δυο λόγια με κόλαση. Στην κυριολεξία. Γι αυτό και "Τα Δαιμόνια" διαβάζονται με εμφανές υπόβαθρο το πιο εμβληματικό κείμενο που έχει γραφεί ποτέ για το θέμα: την "Κόλαση" του Δάντη, στην οποία το μυθιστόρημα έχει σαφείς άμεσες, έμμεσες και διάσπαρτες υπόγειες αναφορές.
Η πλοκή είναι κάτι παραπάνω από πυκνή: ο αφηγητής, ένας χαμένος νεαρός, επιρρεπής στο αλκοόλ και τις ναρκωτικές ουσίες, ο οποίος ζει από τη βιομηχανία πορνό (σκηνοθετεί, παίζει και είναι επιτυχημένος παραγωγός των σχετικών ταινιών) παθαίνει ένα τροχαίο από το οποίο καταφέρνει μεν να βγει ζωντανός αλλά με καθολικά εγκαύματα σε όλο του το σώμα, με κινητικά προβλήματα και απώλεια του πέους του. Ουσιαστικά έχει μεταμορφωθεί σε τέρας, οπότε σκέφτεται πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο αυτοκτονίας.
Νοσηλεύεται υπό άψογες συνθήκες σε ένα νοσοκομείο υπό την επίβλεψη των καλύτερων ειδικών χάρη στις ατέλειωτες υλικές, και κυρίως ψυχολογικές, φροντίδες μιας παράξενης επισκέπτριας από το πουθενά, της Μαριάνε Ένγκελ. Η τελευταία έχει κάνει μεγάλη περιουσία ως ταλαντούχα γλύπτρια δαιμονίων - αυτά τα τερατόμορφα όντα που τοποθετούν ακόμα και σήμερα στις υδρορροές τους καθεθρικοί, μουσεία, πανεπιστημιακά ιδρύματα κ.λπ. Τη γλύπτρια δεν δείχνει να απασχολεί η τερατώδης παραμόρφωση του ήρωα (κατάσταση που κάνει τα βλέμματα των άλλων να αποστρέφουν το πρόσωπο από τρόμο) και του φέρεται με την τυφλή προσήλωση της απόλυτης, πέρα από κάθε πιστευτή πραγματικότητα, αγάπης.
Σε όλο το διάστημα της δύσκολης και επώδυνης θεραπείας του στο νοσοκομείο, η Μαριάνε απαγγέλλει στον άρρωστο εκτεταμένα αποσπάσματα από την "Κόλαση" του Δάντη (συχνά στο πρωτότυπο) και, ούτε λίγο ούτε πολύ, τον διαβεβαιώνει ρητά ότι τον έχει ξανασυναντήσει και τον έχει σώσει άλλες δύο φορές από αντίστοιχα εγκαύματα. Αλλά αυτό έχει συμβεί στο πολύ απώτερο παρελθόν: στον Μεσαίωνα.
Στη μεσαιωνική Γερμανία, μια αφοσιωμένη στο Θείο καλόγρια, καταφέρνει με τις φροντίδες της να επαναφέρει στη ζωή έναν μισοπεθαμένο μισθοφόρο στρατιώτη (που ένα αναμμένο βέλος καρφώθηκε στο στέρνο του). Αγαπιούνται και φεύγει από το μοναστήρι μαζί του. Αλλά τον χάνει πάλι καθώς οι σύντροφοί του τον ανακαλύπτουν και τον υποβάλουν σε φρικτά βασανιστήρια μεταξύ των οποίων και σ εκείνο της πυράς. Η Μαριάνε Ένγκελ διατείνεται ότι εκείνη είναι αυτή η καλόγρια. Παρόλο που ο αφηγητής την θεωρεί απλώς σχιζοφρενή, μην έχοντας άλλη επιλογή κατά την έξοδό του από το νοσοκομείο, πείθεται να ζήσουν μαζί, σε ένα παράξενο πέτρινο σπίτι, μισό μεσαιωνικό πύργο μισό σύγχρονο εργαστήριο γλυπτικής, το δικό της σπίτι.
Στη μακρά διάρκεια της αποθεραπείας του αφηγητή στην κατοικία της Μαριάνε (η οποία περιλαμβάνει γερές δόσεις μορφίνης και ατέλειωτες παραισθήσεις σ ένα δαντικό περιβάλλον) η Μαριάνε, ως άλλη Σεχραζάτ, του αφηγείται τέσσερις ιστορίες απόλυτης αγάπης: στον μεσαίωνα ένας σιδεράς που βλέπει τη γυναίκα του να σβήνει από την πανώλη προτιμά να πεθάνει αγκαλιασμένος μαζί της, κολλώντας θανάσιμα την αρρώστια, παρά να σώσει τον εαυτό του. Στα βικτωριανά χρόνια, μια νιόπαντρη, που χάνει τον άντρα της σε μια θεομηνία στο πέλαγος, πέφτει από έναν απόκρημνο βράχο, στην ακτή που συνήθιζε να τον περιμένει, για να ενωθεί οριστικά μαζί του. Στη μεσαιωνική Ιαπωνία, μια κοπέλα (την οποία ένας τοπικός τυραννίσκος επιμένει να παντρευτεί διά της βίας) επιλέγει να θαφτεί ζωντανή παρά να διακινδυνεύσει τα ισχυρά αισθήματα αμοιβαίας αγάπης που μοιράζεται με τον νεαρό της φίλο. Ένας ομοφυλόφιλος Βίκινγκ, προκειμένου να σώσει τον νεογέννητο γιο του αγαπημένου του από τη φωτιά, καίγεται θανάσιμα ο ίδιος προστατεύοντας το ξένο παιδί με το σώμα του.
Στα διαλείμματα αυτών των συγκλονιστικών (για τον αναγνώστη αλλά και τον ήρωα) διηγήσεων της απόλυτης, τυφλής αγάπης, η Μαριάνε, εμπνευσμένη όπως διατείνεται από το Θείο, κατασκευάζει σε κατάσταση διαρκούς παραληρήματος λίθινες υδρορροές-δαιμόνια το ένα κατόπιν του άλλου. Στη διάρκεια αυτής της πυρετώδους δημιουργίας, που απαιτεί εξαντλητικές φυσικές δυνάμεις, η γλύπτρια των δαιμονίων δεν επικοινωνεί με την πραγματικότητα, τρέφεται στο όριο της ασιτίας και φλερτάρει επικίνδυνα με τον θάνατο. Στον αφηγητή, που δεν αντέχει να τη βλέπει να φυτοζωεί, η Μαριάνε δίνει να καταλάβει ότι εκπληρώνει ένα βαθύτατο χρέος αληθινής, απίστευτης αγάπης, πέρα από κάθε υλική πραγματικότητα, πέρα από τον χρόνο, πέρα από το φθαρτό σώμα. Όσο περισσότερο εκείνη πλησιάζει στον θάνατο τόσο εκείνος δυναμώνει ψυχικά και σωματικά. Στο τέλος...
ISBN: |
9789606760839 |
Συγγραφέας: |
Davidson Andrew συγγραφέας |
Εκδότης: |
Τόπος |